- εξαρέσκομαι
- ἐξαρέσκομαι (Α)1. αποκτώ την εύνοια, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («θεοῑς ἐξαρέσκεσθαι θύοντας», Ξεν.)2. εξαγοράζω την εύνοια κάποιου («ἄν τοὺς κυρίους ἤ δώροις ἤ δι' ἄλλης ἡστινοσοῡν ὁμιλίας ἐξαρέσηται», Δημ.).
Dictionary of Greek. 2013.