εξαρέσκομαι

εξαρέσκομαι
ἐξαρέσκομαι (Α)
1. αποκτώ την εύνοια, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («θεοῑς ἐξαρέσκεσθαι θύοντας», Ξεν.)
2. εξαγοράζω την εύνοια κάποιου («ἄν τοὺς κυρίους ἤ δώροις ἤ δι' ἄλλης ἡστινοσοῡν ὁμιλίας ἐξαρέσηται», Δημ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξαρεσκομένους — ἐξαρέσκομαι make oneself acceptable pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρεσκόμενοι — ἐξαρέσκομαι make oneself acceptable pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρέσαιο — ἐξαρέσκομαι make oneself acceptable aor opt mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρέσασθαι — ἐξαρέσκομαι make oneself acceptable aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρέσηται — ἐξαρέσκομαι make oneself acceptable aor subj mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρέσκεσθαι — ἐξαρέσκομαι make oneself acceptable pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαρέσκιον — ἐξαρέσκιον και ξαρέσκι, το (Μ) [εξαρέσκομαι] στον πληθ. επιθυμίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”